χαπάκι

χαπάκι
1) cachet
2) comprimé

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κοκκάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 973 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, 10 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου. Ο παραθαλάσσιος οικισμός Κοκκάρι στη Σάμο. * * * το (AM κοκκάριον) …   Dictionary of Greek

  • κοκκίο — το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος] πολύ μικρός κόκκος νεοελλ. συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία μικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρου μσν. 1. κουκί 2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα 3. κύβος, ζάρι αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”